λιχνώμαι

λιχνώμαι
λιχνῶμαι, -άομαι (Α)
βλ. λιχμώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”